- Σκαιῶν
- Σκαίαfem gen plΣκαίηfem gen pl (doric)Σκαιαίfem gen plΣκαιόςleftfem gen plΣκαιόςleftmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαιῶν — σκαιός left fem gen pl σκαιός left masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
προπάροιθε(ν) — Α Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.) 1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ. β. «τῆς δ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.) 2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.) II. (ως επίρρημα) 1. τοπ. μπροστά… … Dictionary of Greek
Σκαιαί Πύλαι — Οι δυτικές πύλες της Τροίας, οι οποίες αναφέρονται συχνά από τον Όμηρο. Κοντά σ’ αυτές διαδραματίστηκαν σπουδαία περιστατικά της Ιλιάδας, όπως ο αποχαιρετισμός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, ο φόνος του Έκτορα κλπ. Σύμφωνα με την άποψη του… … Dictionary of Greek